- υδροδόχος
- και ὑδροδόκος, -ον, ΜΑ1. αυτός που περιέχει νερό ή αυτός που συγκρατεί το νερόαρχ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑδροδόκοι(κατά τον Ησύχ.) «λάκκοι».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο)-* + -δόχος / -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. οἰνο-δόκος, ξενοδόχος].
Dictionary of Greek. 2013.